καθεύδει

καθεύδει
спит

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καθεύδει" в других словарях:

  • καθεύδει — καθεύδω lie down to sleep pres ind mp 2nd sg καθεύδω lie down to sleep pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαραγεί — κλαραγεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ., στους Σικελούς) «ἐλαφρῶς καθεύδει» …   Dictionary of Greek

  • ορθοστάδην — ὀρθοστάδην (ΑΜ) επίρρ. σε όρθια στάση («καθεύδει ὀρθοστάδην», Αιλ.) αρχ. (για ασθενή) χωρίς να είναι αναγκασμένος να κατακλιθεί, που περνά την αρρώστια στο πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στάδην* «ορθίως, σε όρθια στάση» (πρβλ. ισο στάδην)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»